οχυροτης

οχυροτης
    ὀχυρότης
    ὀχῠρότης
    -ητος ἥ укрепленность, неприступность
    

(αἱ ὀχυρότητες τῶν τόπων Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οχυροτης" в других словарях:

  • ὀχυρότης — firmness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότησι — ὀχυρότης firmness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότησιν — ὀχυρότης firmness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότητα — ὀχυρότης firmness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότητας — ὀχυρότης firmness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότητες — ὀχυρότης firmness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότητι — ὀχυρότης firmness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότητος — ὀχυρότης firmness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… …   Dictionary of Greek

  • οχυρότητα — η (ΑΜ ὀχυρότης) [οχυρός] η ιδιότητα τού οχυρού («ταῑς ὀχυρότησι τῶν τόπων ὑπέμενον», Πολ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»